ΠΟΙΗΣΗ

Ποιήματα γραμμένα σε ανύποπτο χρόνο αποφάσισαν να αλλάξουν θέα και από το συρτάρι να μετοικήσουν σε ιστολόγιο της Google

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Δυο ημερών και αρκετών ωρών



                  Ενέκρινε ο Θεός και γινήκαν όλα αυτά
Μα τώρα νεύρα έχει η μαμά,ορμονικά
αγιασμένο το φερε στο φως,
την ρόγα την σκιάζει,
για δες πως το θηλάζει,
νέκταρ των Θεών του δίνει
και αυτό την θήλη δεν αφήνει
κάτι θέλει και δε λύνει...
Αστρολογικές αρμονίες
Κινήσεις δακτύλων αναλυτικές
ότι είναι πάνω είναι και κάτω,
στοχευμένη ενσάρκωση απ το πάνελ των ψυχών
το μπάζερ  πάτησε ο Θεός
 κι η ψυχή στροβιλιζόμενη αναζήτησε την λησμονιά.
λουσμένη σε κοσμικά νερά
μανιασμένα έτρεξε και μπόλιασε τη μήτρα
καλότυχο να ‘σαι πλασματάκι και χρόνο να μη χάσεις
ανέλαβε τον ρόλο τον τρανό χωρίς αναλγησία
την αληθειά που κατέχεις μην την αποβάλλεις
στον μάταιο τούτο κόσμο.
Την θέαση σου χάρισε την στην αγάπη,
 στα παλιά βιβλία, στα ματαιωμένα όνειρα των θνητών.
Κάνε τον πόνο γιατρειά την θλίψη έκθεμα συμπόνοιας.
Θέλω να σε δω αληθινά μέσα από την αρχέγονη θωριά σου.
Μα κι αν με προλάβει το πλήρωμα του χρόνου
 συγχώρα με
για την έλλειψη μου  γίνε συ η υπερβολή μου.
Μάθε άγγελε μου να πετάς κι όλα τ’άλλα ασ’τα σε μας

Πολύ η μοναξιά


Όταν σβήσουν τα  φώτα, 
όταν βγει το Ζ,
Όταν δώσει τίτλους τέλους
 ο κινηματογραφιστής,
Μετά το «κι άλλο» στη συναυλία 
ήδη έχεις τελειώσει
Όταν βαπτιστείς αδειούχος
 τίθεσαι άδειος τελικά,
Όταν βρεθείς σε κρεβάτι πόνου 
υπό την εποπτεία επώνυμης γιατρέσσας,
Όταν σπείρεις τον καρπό,
Κάθε μέρα που κλείνεις τα μάτια
Πού είσαι; τι ζητάς;

Όλα σε μια εικόνα



Τη δύναμη μου θα αντλώ
 από τη φωτογραφία σου και μόνο
το βλέμμα σου το σοφό
 θα χω για οδηγό,
θα σε για μένα μια ανάμνηση διαρκείας
παράδειγμα λατρείας.
Όσα δε μου πες τα συναντώ
 ψάξε, μάθε, πρέπει να πράξεις
ο χρόνος ήταν και θα ναι λίγος
 ξύπνα γίνε κινητήρας
από εργαστήριο βγήκες και συ
όσο και αν σε ενοχλεί
κώδικες και αριθμοί
 χαραγμένοι στη στιγμή
βαθιά στο στήθος του καθενός
οδηγούν στη σκέψη του ενός.
Σου φαίνεται σαν ρόδα που γυρίζει
 την αρχή και το τέλος που ορίζει
μα σαν αντικρίσεις τα θαλασσινά νερά
που τα ζώνουν άπειρα νησιά
μην ξεχάσεις το παραμύθι 

Μιμνέρμου επήρεια



Σε μια ουράνια μελωδία θα αφεθώ
διάρκεια αιώνια ας έχει,
έκστασης πάθος ας γενεί.
Τιποτένιες  οι τεχνικές,
 λιγοστοί οι άθλοι.
Tο πανηγυράκι νωρίς τελείωσε,
 ώρα να κοιμηθείς.
Kι αύριο μέρα ξημερώνει,
άλλη μια τρυπούλα στο νερό να κάνουμε μαζί.
Tαμιευτήριο είναι αυτό
θυσία στη ζωή,
σαν να τανε βαλτοί να μου ξεκάνουν την νιότη,
να με ξυπνήσουν στα σαράντα
και να μιλούν για τα αναδρομικά.
Ώριμος σε εισαγωγικά
 δεν θέλω να απαντήσω,
σ  ένα εξοχικό σαν αυτό της εκδρομής
 δεν θέλω να απηυδήσω.
Αγέρωχος θέλω να σταθώ,
απών στην επίκτητη χολέρα,
και μες της νιότης τον σκοπό να τρέχω να χορεύω.
Kι οι εραστές του ονείρου
και η  φαντασίωση της εντριβής
και η αναίρεση του “ίσως”,
μάλλον κυνήγι σε αυτά,
 προστάζει τώρα η συνήθεια.
Σαν ρημάζεται το δέντρο της ζωής,
 χαράμι πάει η νιότη.
Όλα σε τούτο το βωμό θα μπερδευτούν
 και για πάντα θα χαθούν.

Η παιδούλα

Όμορφη και αγέρωχη
έστεκε σαν μια γλυκιά παιδούλα,
και ας την εχτύπαγε ο χρόνος,
σαν ποίημα σχολικό της ντροπής την νιότη είχε,
σαν να ξεγέλασε το χρόνο,
την παιδική ψυχή κι ας είχε,
πριγκίπισσα στο πάλκο έστεκε
σα να μην την έβρισκαν οι αντάρες.
Της νιότης τα κελεύσματα υμνούσε,
σα να ταν το κοινό μικρά παιδιά.
Μα δεν ήθελε να δει τα χρόνια αποτυπωμένα,
τα πρόσωπα σα ξένα,
τα βάρη στην καρδιά,
την αγάπη που χε χάσει,
το τρένο που χε περάσει.
Ίσως και να νύχτωσε,
παραίσθηση ας έχω,
κι ας υμνεί της νιότης την αυγή.
Χρέη δεν έχει η ψυχή
και αυτό ας το γιορτάζει
το υπόδειγμα σου ακολουθώ
και πάντοτε θα σε υμνώ!

                

Έπρεπε



έπρεπε να ακολουθήσεις
εγρήγορση, τέμνουσα διαύγεια
πινελιές γεμάτες αναλαμπές,
 ανοδική δείχνει πια η πορεία.
Ιερό το ξύλο μαγεμένη κι η καρδιά μου
σβήνει το κερί μαζί κι η φλόγα
η τριαδική ανάσα φωνάζει στη τριχρωμία
εσύ μπλε να μείνεις σταθερή
γαλάζια να κρατείς γερά
 ισορροπία στις άλλες δυο
και συ χρυσή φτάσε αν μπορείς τον ουρανό.
Έπρεπε να ακολουθήσεις.
Κάποιος σου χτυπά την πόρτα,
για πήγαινε και δες μήπως φέρει τόξο και φαρέτρα
λειψό σε κρίνει για τα επίκαιρα
ανεπαρκή στα δεδομένα
ημιτελή σε ανούσιες προσπάθειες
φαινομενικός προδότης.
Ήρθε για άλλη μια φορά ο μικρός θεός
και φέρει τη φαρέτρα,
 μα του λείπουν δυο βέλη
γιατί λένε ότι γεμίζει με εικοσιτρία
και γω μόλις μέτρησα εικοσιένα.
Το πρώτο τρύπωσε στον δεξιό μηρό μου
δε με λάβωσε πολύ,
μα το δεύτερο με τρύπησε στο στέρνο
και βγήκε απ’την άλλη
κάπου στο ύψος της καρδιάς.
Άδικη θαρρώ τη δεύτερη βολή
γιατί μονάχος υποφέρω απ’ αυτήν
χίλια κακά μου φερε
και η λατρεία μου τ’ αγνόησε.
Έπρεπε θα μου πεις,
έχεις το χάρισμα της νιότης
κι όμως συ αργογέρνεις ντροπιασμένος,
συ που χες μάθει να κοιτάς ψηλά
τώρα κατάχαμα φωλιάζεις τη θωριά σου

Γνώριμη αντανάκλαση



Σ’ ένα σύνηθες δώμα
 περιορισμένος σ’ έναν φορτισμένο χώρο
τίποτα δε διαπερνά το μετά
σε πλημμυρίζει τώρα
 αύριο ξεχασμένο θα ναι,
σα να ξεκινά ο ποιητής
κάποιον άθλο ξέχασε
τι σου ξύπνησε;
τι σου θύμισε;
τη λησμονιά δε τη φοβάται,
 θα το ξαναβρείς άλλο μην ανησυχείς,
πίσω είναι και χαμογελά
 μαζί σου παίζει και γελά.
Μα αν το κατσουφιάσεις
θα αργήσει να φανερωθεί
κρύος καιρός μεγάλη προσμονή
 ουδέτερη η ώρα
να ταν καλό το φανερωθέν
 να σου πει το λυτρωθέν.
Χαρμόσυνο σινιάλο
 μα μυαλό γω δε βάζω.
Τι το θες το αμαρτηθέν
γύρευε το αληθέν.
Λανθάνουσα ιδιότητα θαρρείς πως έχεις
ήμερα τρέχουν τα άλογα
 στον ρου της λογικής,
τα συν και τα πλην μπερδεύονται
δέχεσαι τον κόσμο όπως είναι,
κίνηση ζωντάνια.
Ποια να ναι η αλήθεια
σα θα πέσω να κοιμηθώ
τι όνειρα άραγε θα δω; 
νότες σκέψεις
κάποιος μόλις τράκαρε,
αργά το βράδυ
τα πουλιά κοιμούνται;
σε τριάντα με σαράντα χρόνια
 θα χω βυθιστεί σε ύπνο
εσύ πού θα σαι;
σύντομη αντανάκλαση
 ξεχασμένη διαίσθηση
μπλε μου δωσαν την μελάνη
 σα τη θάλασσα
κάποιος σου προλόγισε τη ζωή
 στο χέρι σου βρίσκεται η αλλαγή
πάλι νησιά θα δεις σε όνειρο
το νόημα γνωστό σε κάποιους
μα η διάγνωση προβλέπει αμνησία